υποδεσμός

υποδεσμός
ὁ, Α [ὑποδέω]
1. υπόδημα
2. επίδεσμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποδεσμός — foot gear masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδεσμος — ὁ, Μ δέσμιος, φυλακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • ὑποδεσμούς — ὑποδεσμός foot gear masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • υποδεσμώ — έω, Α [ὑποδεσμός] ὑποδέω*, δένω τα σανδάλια μου …   Dictionary of Greek

  • ὑποδεσμοῖσι — ὑποδεσμέω pres part act masc/neut dat pl (doric) ὑποδεσμός foot gear masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδεσμῶν — ὑποδεσμέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑποδεσμός foot gear masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”